σταμνάδικο

σταμνάδικο
το, Ν
1. εργαστήριο όπου κατασκευάζονται στάμνες
2. κατάστημα στο οποίο πωλούνται στάμνες και άλλα πήλινα αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταμνάς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατ-άδικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”